ακαταδίωκτος

ακαταδίωκτος
-η, -ο και ακαταδίωχτος [καταδιώκω]
1. αυτός που δεν τόν καταδίωξαν «το στράτευμα υποχώρησε ακαταδίωκτο»
2. εκείνος που δεν υπέστη δικαστική δίωξη
«ο φονιάς έμεινε ακαταδίωκτος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαταδίωκτος — ακαταδίωκτος, η, ο και ακαταδίωχτος, η, ο αυτός που δεν καταδιώχτηκε: Ο εχθρός υποχώρησε, αλλά έμεινε ακαταδίωκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυνήγητος — η, ο [κυνηγώ] 1. (για θηράματα) αυτός που δεν τόν κυνήγησαν ή δεν μπορούν να τόν κυνηγήσουν για να τόν συλλάβουν ή να τόν σκοτώσουν 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να υποστεί δίωξη, ο ακαταδίωκτος 3. αυτός που δεν επιδιώχθηκε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”